Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) … Dictionary of Greek
εκλελάθω — ἐκλελάθω (Α) εκληθάνω … Dictionary of Greek